-
1 ἐπίτευξις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίτευξις
-
2 ἐπί-τευξις
ἐπί-τευξις, ἡ, das Erlangen, Erreichen, Treffen, Plat. defin. 413 c εὐκαιρία χρόνου ἐπίτευξις; Isocr. ep. 10, 1 ϑρόνων; das Glück, App. Pun. 105. – Auch = ἔντευξις, Unterredung, Gespräch, Theophr. char. 12.
См. также в других словарях:
επίτευξη — η (AM ἐπίτευξις) [επιτυγχάνω] επιτυχία, κατόρθωση, πραγματοποίηση (α. «επίτευξη δανείου» β. «εὐκαιρία χρόνου ἐπίτευξις, ἐν ᾧ χρὴ παθεῑν τι ἢ ποιῆσαι», Πλάτ.) αρχ. 1. ευστοχία 2. ευτυχία, επιτυχία 3. συζήτηση, διάλογος … Dictionary of Greek